preemptive$63297$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

preemptive$63297$ - translation to ελληνικό

ABLE TO BE TRADED
Preemptive bid

preemptive      
adj. προαγοραστικός

Ορισμός

Preempt
·vt & ·vi To settle upon (public land) with a right of preemption, as under the laws of the United States; to take by preemption.

Βικιπαίδεια

Preempt

Preempt (also spelled "pre-empt") is a bid in contract bridge whose primary objectives are (1) to thwart opponents' ability to bid to their best contract, with some safety, and (2) to fully describe one's hand to one's partner in a single bid. A preemptive bid is usually made by jumping, i.e. skipping one or more bidding levels. Since it deprives the opponents of the bidding space, it is expected that they will either find a wrong contract (too high or in a wrong denomination) of their own, or fail to find any. A preemptive bid often has the aim of a save, where a partnership bids a contract knowing it cannot be made, but assumes that (even when doubled), the penalty will still be smaller than the value of opponents' bid and made contract.